- κυνόπρηστις
- κυνόπρηστις ή κυνόπριστις, -ιδος, ἡ (Α)δηλητηριώδες σκαθάρι τού οποίου το δάγκωμα είναι θανατηφόρο για τα σκυλιά.[ΕΤΥΜΟΛ. < κυν(ο)*- + -πρηστις (< θ. πρη- τού πίμπρημι πρβλ. αόρ. πρή-σαι), πρβλ. ναύ-πρηστις].
Dictionary of Greek. 2013.